- φυλακείον
- τό1) см. φυλάκιο[ν]; 2) гауптвахта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλακεῖον — post neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακεῖα — φυλακεῖον post neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείοις — φυλακεῖον post neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείου — φυλακεῖον post neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείων — φυλακεῖον post neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακείο — το / φυλακεῑον, ΜΑ [φύλαξ, ακος] κτήριο στο οποίο διαμένουν οι άνδρες τής φρουράς μσν. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την εμμηνορρυσία αρχ. το σύνολο τών φρουρών, η φρουρά … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek